- ὀκτασοῦφος
- ὀκτα-σοῦφος, ον,A containing eight σοῦφα (Egypt. measure of capacity), Sammelb.1958 (iii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οκτασούφος — ὀκτασοῡφος, ον (Α) αυτός που περιέχει οκτώ σούφα, αιγυπτιακό μέτρο χωρητικότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + σοῡφα, αιγυπτιακό μέτρο χωρητικότητας] … Dictionary of Greek